- ποῦπος
- ποῦποςhoopoemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πούπος — ὁ, Α άλλη κοινή ονομασία τού τσαλαπετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από την κραυγή τού τσαλαπετεινού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς (πρβλ. έποψ)] … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek